Εκπαιδευτικά Νέα

E-Books Cy

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Κώστας Μόντης - Έλληνες Ποιητές - Της εισβολής

Της Εισβολής, Κ. Μόντη
                         
Είναι δύσκολο να πιστέψω
                         πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
                         είναι δύσκολο να πιστέψω
                         πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.

                                                                   (Πικραινόμενος εν εαυτώ, 1975)

Όπως ο Πενταδάκτυλος, έτσι και η Κερύνεια και η Μόρφου (γενέθλιος χώρος του Μόντη) και λιγότερο η Αμμόχωστος, έγιναν σύμβολα της κατεχόμενης Κύπρου και προβάλλουν ξανά και ξανά στην ποίηση του από το 1974 και μετά.
Στους τέσσερις αυτούς στίχους ο ποιητής εκφράζει τη δυσπιστία του για το πως μπορεί να «τους» έφερε η θάλασσα της Κερύνειας. Δε μας λέει ποιους, δε χρειάζεται να μας πει ποιους. Είναι το ανώνυμο πλήθος των βαρβάρων σε αντίθεση με τη θάλασσα της Κερύνειας που όχι μόνο την ονομάζει, αλλά και τη συνοδεύει με το τρυφερό επίθετο «αγαπημένη».

Η ανωνυμία των εισβολέων από τη μια και η τρυφερή προσφώνηση από την άλλη, δημιουργεί μιαν αντίθεση που τονίζει το ξένο, το ανοίκειο στοιχείο, που λες και ήρθε να μολύνει, να προσβάλει το γνωστό κι αγαπημένο τόπο.

Η τεχνική της προσωποποίησης, τόσο προσφιλής στον ποιητή, λειτουργεί και εδώ. «Τους έφερε», λέει. Η Κερύνεια εμψυχώνεται, γίνεται κάτι ζωντανό, ένα πλάσμα αγαπημένο που, πάντα κατά τον ποιητή, αποκλείεται να θέλησε να μας κάνει τέτοιο κακό, να μας «τους» φέρει.
Ίσως περισσότερο από τη δυσπιστία του ποιητή, εκείνο που προβάλλεται στο ποίημα είναι η πόλη, η Κερύνεια. Αρκεί να σκεφτούμε ποια διαφορά θα υπήρχε στο ποίημα αν, αντί του «μας τους έφερε» η θάλασσα της Κερύνειας, ο ποιητής έγραφε «ήρθαν από τη θάλασσα της Κερύνειας».
Δεύτερο στοιχείο της τεχνικής του Μόντη που συναντούμε εδώ είναι η επανάληψη. «Η θάλασσα της Κερύνειας» δύο φορές μέσα σε τέσσερις στίχους, τη δεύτερη με την προσθήκη του «αγαπημένη θάλασσα». Το αποτέλεσμα είναι εμφανές. Το κέντρο βάρους γίνεται πια η θάλασσα της Κερύνειας. Οι άλλοι, οι ανώνυμοι ξένοι, χάνουν τη σημασία τους.  
Γιατί ο ποιητής είναι δύσκολο να πιστέψει πως τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας;
Ο ποιητής είναι δύσκολο να πιστέψει πως τους εχθρούς τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας, γιατί η Κερύνεια είναι η αγαπημένη του πόλη, είναι η πόλη, ο οικείος χώρος, ο δικός του χώρος που κάποτε του προκαλούσε χαρά κι ευτυχία. Ο ποιητής με το ρήμα «έφερε», εννοεί ότι οι εχθροί ήρθαν από τη θάλασσα της Κερύνειας.

Τι συμβολίζει η Κερύνεια και συγκρίνετε τη με τη Σαλαμίνα στον «Ονήσιλο», του Π. Μηχανικού.
Και οι δύο πόλεις συμβολίζουν τον οριακό χώρο (καθορίζουν τα σύνορα της Κύπρου). Είναι σύμβολα της ελληνικότητας, γι’ αυτό λοιπόν είναι και χώροι πολιτιστικής αναμέτρησης. Τόσο η Κερύνεια αλλά και η Σαλαμίνα δέχτηκαν πολλούς κατακτητές.

Ερωτήσεις
Α. Στο ποίημα προβάλλει η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας σε αντίθεση προς τους άλλους ανώνυμους στο ποίημα εισβολείς. Πού οδηγεί αυτή η αντίθεση;
Β. Προσέξτε και καταγράψτε το ρόλο του επαναλαμβανόμενου στίχου «είναι δύσκολο να πιστέψω»






Έλληνες Ποιητές, Κ. Μόντη
                             
 Ελάχιστοι μας διαβάζουν
                              ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
                              μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
                              σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
                              όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά
 
                                                                            «Ποίηση του Κώστα Μόντη» 1962

Ο Μόντης είναι ένας ποιητής με βαθιά συναίσθηση της ελληνικότητας του, περήφανος γιατί είναι Έλληνας. Ύμνησε όσο λίγοι τον αγώνα της Κύπρου για την Ένωση με την Ελλάδα.
Αυτό το πνεύμα, αυτή η ξεχωριστή συναίσθηση του τι σημαίνει να ανήκεις σ’ αυτό το έθνος, εκφράζει το ποίημα που έχουμε να ερμηνεύσουμε.

Ο ποιητής αρχίζει με μια μελαγχολική διαπίστωση για τους Έλληνες ποιητές. «Ελάχιστοι μας διαβάζουν». Και είναι φυσικό και αναπόφευκτο αυτό αφού «ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας». Η επανάληψη του «ελάχιστοι» τονίζει ακόμα περισσότερο το ολιγάριθμο των Ελλήνων. Αποτέλεσμα αναπόφευκτο η έλλειψη δικαίωσης, η έλλειψη αναγνώρισης  των Ελλήνων ποιητών. Ποιος μας ξέρει, ποιος μας διαβάζει, για να μας δώσει, αν αξίζουμε τον κατάλληλο έπαινο; Ακόμα κι όταν γράφουμε μεγάλη ποίηση, λόγω του εμποδίου της γλώσσας, δεν μπορούμε να γίνουμε ευρύτερα γνωστοί.

Το «σ΄ αυτή τη μακρινή γωνιά» δημιουργεί προς στιγμή κάποια αμφιβολία, ως προς το αν εννοεί ο ποιητής όλη την Ελλάδα ή ειδικά την Κύπρο, στην οποία θα ταίριαζε περισσότερο ο γεωγραφικός χαρακτηρισμός. Tο «μακρινή γωνιά» μπορεί να σημαίνει είτε μόνο την Κύπρο, είτε ολόκληρο τον Ελληνισμό, μια και το ολιγάριθμο αυτών που μιλούν και γράφουν ελληνικά, απομονώνουν και ολόκληρη την Ελλάδα κάνοντας τη μια «μακρινή γωνιά». Άρα, δεν έχει καμία σημασία ποιο χώρο εννοεί ο ποιητής. Σημασία έχει το ότι αναφέρεται σε όλους τους Έλληνες ποιητές, οπουδήποτε κι αν αυτοί βρίσκονται.

Αυτή η πικρία, αυτή η μελαγχολία για το ότι οι Έλληνες ποιητές είναι απομονωμένοι και η αξία τους δεν μπορεί να αναγνωριστεί από τον υπόλοιπο κόσμο, μετατρέπεται σε μια υπέρτατη περηφάνια, γιατί έχουν το προνόμιο να γράφουν ελληνικά. Έτσι, με τον τελευταίο στίχο εξυψώνεται όχι μόνο ο Ελληνισμός ως έθνος αλλά και η ελληνική γλώσσα ως υπέρτατη αξία. Δεν πειράζει, σαν να μας λέει ο ποιητής, που δεν μας ξέρουν και δεν μας αναγνωρίζουν πολλοί. Εμείς που γράφουμε ελληνικά έχουμε ένα προνόμιο, που αντισταθμίζει όλα τα μειονεκτήματα του ολιγάριθμου της φυλής μας.

Μέσα στο ποίημα εξυμνείται και τονίζεται ο Ελληνισμός και η ελληνική γλώσσα ως αξία σημαντική και διαχρονική. Και ίσως αυτή την ανάγκη να αισθάνεται ο ποιητής από την υποτίμηση και υποβάθμιση που υφίσταται συχνά ο Ελληνισμός και η ελληνική γλώσσα από τους ίδιους τους Έλληνες. Για τον ποιητή η ελληνική γλώσσα είναι τίτλος ευγενείας, αφού υπήρξε φορέας της υψηλής ελληνικής διανόησης, γενικά του κλασικού πνεύματος, που έχει πολιτογραφηθεί από την πολιτισμένη ανθρωπότητα.

Από τους πέντε στίχους του ποιήματος οι τέσσερις εκφράζουν το παράπονο των Ελλήνων ποιητών, γιατί λόγω της γλώσσας που μιλιέται και γράφεται από λίγους μέσα στην παγκόσμια κοινότητα, μένουν άγνωστοι και αδικαίωτοι. Αντιθετικά συνδεδεμένος μ’ ένα πολύ δυνατό «όμως» ακολουθεί ο τελευταίος στίχος, που με το βάρος του εξουδετερώνει τα πικρά συναισθήματα των υπόλοιπων στίχων. Και η ίδια η δομή δηλαδή του ποιήματος, 4 προς 1, δείχνει αυτό το αντιστάθμισμα για το οποίο κάνει λόγο ο ποιητής. Ο ένας στίχος είναι αρκετός για να αναιρέσει τους τέσσερις. Έτσι και το ότι έχουμε το μεγάλο προνόμιο να γράφουμε Ελληνικά, ακυρώνει όλες τις δυσμενείς συνέπειες του να μη μας διαβάζουν, να μη μας ξέρουν, να μη μας αναγνωρίζουν. Μ’ ένα στίχο τα είπε όλα. Δε χρειάζεται να προσθέσει τίποτ’ άλλο.

 Τι σημαίνει η φράση «μένουμε αδικαίωτοι και αχειροκρότητοι»;
Με τη φράση αυτή ο ποιητής δηλώνει το γεγονός ότι οι ποιητές δε δικαιώνονται και δε χειροκροτούνται. Δεν αναγνωρίζονται σ’ αντίθεση με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία που τη διαβάζουν και την καταξιώνουν.

Τι δηλώνει ο τελευταίος στίχος;
Ο τελευταίος στίχος δηλώνει την ελληνικότητα του ποιητή και την εθνική του ταυτότητα. Σ’ αυτό το χώρο γράφουμε ελληνικά έστω κι αν δε μας αναγνωρίζουν οι άλλοι. Το να γράφουμε όμως θεωρείται αντιστάθμισμα, εξισορρόπηση.

 Τι σημαίνει «ελάχιστοι μας διαβάζουν»;

Με τη φράση αυτή ο ποιητής δηλώνει ότι λίγοι είναι εκείνοι που κατανοούν την ελληνική ποίηση, τη λογοτεχνία ή και λίγοι είναι εκείνοι που διαβάζουν την ποίηση μας.

Συγκρίνετε το ποίημα «Έλληνες ποιητές» με «Τη Γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», του Ο. Ελύτη.
1)    Και στα δύο ποιήματα αναφέρεται η αξία της ελληνικής γλώσσας.
2)    Και οι δύο ποιητές καταξιώνουν την ελληνική γλώσσα.
3)    Την Ελλάδα εδώ την ονομάζει «μακρινή γωνιά», ενώ ο Ελύτης «σπίτι φτωχικό».
4)    Και οι δύο ποιητές καταξιώνουν την ποίηση μέσα από την ελληνική γλώσσα ως πνευματικοί άνθρωποι.


Ερωτήσεις

Α. Ποια πικρία εκφράζει ο ποιητής;

Β. Σχολιάστε το στίχο όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

E-Books Cy