Εκπαιδευτικά Νέα

E-Books Cy

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Η κατακρεούργηση της ελληνικής γλώσσας

*του Γιώργου Γεωργίου

Τις περισσότερες φορές όταν μιλάμε για περιστατικά κακοποίησης αναφερόμαστε στο αδίκημα της λεκτικής και σωματικής βίας εναντίον ανθρώπων, όμως πολύ λίγοι κάνουν λόγο για κακοποίηση της γλώσσας που αποτελεί σύνηθες φαινόμενο. Για να ακριβολογούμε, η ελληνική γλώσσα δεν κακοποιείται απλά αλλά κατακρεουργείται ακατάπαυστα όχι μόνο από ανθρώπους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο αλλά και από λεγόμενους ανθρώπους του «πνεύματος» όπως δασκάλους, καθηγητές και δημοσιογράφους. Αυτή η μορφή βίας που θυματοποιεί τη γλώσσα μας, συνοψίζεται στα ατέρμονα ορθογραφικά λάθη και  στις σπαρακτικές συντακτικές ασυναρτησίες των οποίων δυστυχούμε να γινόμαστε μάρτυρες σε καθημερινό επίπεδο.

Η μαγεία της ελληνικής γλώσσας έγκειται στην αδιαίρετή της υπόσταση που ξεκινά από τον «πρωτομάστορά» της, τον Όμηρο, και συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας. Η ηλικία της ελληνικής γλώσσας αφήνει στους απογόνους της μια σπάνια γλωσσική κληρονομιά που εξαργυρώνεται με τον απέραντο λεξικό και εκφραστικό πλούτο.  Η ελληνική γλώσσα, μαζί με τις διαλέκτους της, συμπορεύτηκε με τον ελληνικό λαό σε κάθε φάση του, από τον Όμηρο, στο έπος του Μεγα-Αλέξανδρου και στην αίγλη του Βυζαντινού πολιτισμού, από τον ηρωικό ξεσηκωμό του 21 μέχρι και το μεγαλοπρεπές «όχι» του 1940. Υπήρξε η έκφραση της φωνής του έθνους με τη σαγήνη των μεγαλύτερων ποιητικών και πεζών αριστουργημάτων που εμψύχωναν, παρακινούσαν και δίδασκαν ένα ολόκληρο λαό. Επομένως, η γλώσσα μας, αντικατοπτρίζει το φάσμα ενός υπέρλαμπρου πολιτισμού και τα όποια ορθογραφικά και συντακτικά σφάλματα δεν αλλοτριώνουν απλώς τη γλώσσα αλλά ταυτόχρονα την αποκόπτουν από το πολιτισμικό, ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό της συγκείμενο. Η σύνδεση, έτσι, με το ένδοξο παρελθόν παύει να υφίσταται. Βλέποντας κάποιος μια λέξη γεμάτη ορθογραφικά λάθη σταματά να τη συνδέει με τη λέξη που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν, σταματά να γίνεται κοινωνός των λανθάνουσων και έκδηλων αξιών που κρύβονται μέσα από αυτή ούσα εν χρήσει από τους αρχαίους αλλά και σύγχρονους ημών προγόνους.

Η «κρίση» της ελληνικής γλώσσας μπορεί εύκολα να αποδοθεί στην απότομη τεχνολογική ανάπτυξη που θέλοντας και μη δημιούργησε νέους τρόπους επικοινωνίας προάγοντας τη χρήση της τεχνητής «ελληναγγλικής» γλώσσας (greeklish) για κυρίως πρακτικούς σκοπούς. Οι βαθύτερες ρίζες του φαινομένου μπορούν να ανευρεθούν επίσης στην ξενομανία και ειδικότερα στη γλωσσική ξενομανία που χαρακτηρίζει τον κάθε Κύπριο με αποτέλεσμα η φυσική του γλώσσα να τυγχάνει παραγκωνισμού από τον ίδιο. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί αφενός μεν αποικιοκρατικό κατάλοιπο και αφετέρου δε απεικονίζει την έκφραση μιας νοοτροπίας κατωτερισμού και κομπλεξισμού η οποία αποτυπώνεται με την εξύψωση και εξιδανίκευση σε οτιδήποτε αποκλίνει από το δικό μας, στο ξένο. Δηλαδή, υπάρχει η λανθασμένη πεποίθηση ότι το να εκφράζεσαι με ξένες λέξεις ή φράσεις σε κάνει «ιν» και αίρει το κύρος και τη θέση σου στο κοινωνικό σύνολο. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που λειτουργεί ανασταλτικά για την ενίσχυση της ελληνικής γλώσσας είναι οι ανέκαθεν ελλιπείς κρατικές πολιτικές για διατήρηση και αποφυγή αλλοτρίωσης της γλώσσας μας. Υπάρχουν πολλές χώρες οι οποίες προστατεύουν τη γλώσσα τους με διάφορες νομοθεσίες που θεσπίζονται. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη γαλλική γλωσσική πολιτική, η ονομασία τεχνολογικών όρων όπως ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, διαδίκτυο, τηλεομοιότυπο, θα πρέπει να αναγράφεται με τον αντίστοιχο γαλλικό όρο και όχι τον αγγλικό (με επιβολή χρηματικού προστίμου στη μη συμμόρφωση με το νόμο αυτό) ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί η εισβολή των αγγλικών τεχνολογικών όρων, μια εισβολή που εισάγει ταυτόχρονα και τον αγγλικό πολιτισμό. Επιπρόσθετα, δε θα πρέπει να θεωρείται αμελητέο το γεγονός ότι η ορθή χρήση της γλώσσας επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το υπάρχον ιδιαίτερο γλωσσικό συγκείμενο της Κύπρου. Η χρήση της τοπικής διαλέκτου στον προφορικό λόγο αφαιρεί από τη γλωσσική «ευφράδεια» που χαρακτηρίζει τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Από γλωσσολογική άποψη, στην Κύπρο υπάρχει το φαινόμενο του «διδιαλεκτισμού» (και όχι διγλωσσίας), αν θεωρήσουμε ότι η κυπριακή αποτελεί μια διάλεκτο της ελληνικής και η κοινή ελληνική ακόμη μια διάλεκτο που ένεκα συγκυριών επικράτησε και επιλέγηκε ως η «κοινή». Ενώ ο Κύπριος «σκέφτεται» έως ότου μιλήσει, ο λόγος του Ελλαδίτη «γλιστρά» με αποτέλεσμα ο πρώτος να είναι περισσότερο επιρρεπής σε συντακτικά λάθη που αφορούν τη γλώσσα τόσο σε προφορικό αρχικά όσο και σε γραπτό μετέπειτα λόγο.

Έχοντας την τύχη να απολαμβάνουμε αυτό το γλωσσικό θησαυρό θα πρέπει να αποτελεί χρέος μας η προστασία της ελληνικής γλώσσας που καθημερινά εξευτελίζεται από τους αυτοαποκαλούμενους «ειδήμονές» της.  Βέβαια, όλη αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να μείνει μακριά από προγονοπληκτικές τάσεις – τυφλής και μανιώδους προσήλωσης στο παρελθόν – μιας και αυτό οδηγεί σε φανατικές και ρατσιστικές ιδεολογίες. Ας σκεφτεί κανείς όχι τη γλώσσα ως αυτοσκοπό αλλά τα αγαθά που κρύβονται πίσω από αυτή και που δεν είναι άλλα από τις αξίες και τα ιδανικά τα οποία έχουν εκφραστεί με γλώσσα. Ας σκεφτεί ότι αυτή απετέλεσε κάποτε «όπλο» για τη διεκδίκηση ιδανικών και συνεχίζει αδιαμφισβήτητα να αποτελεί συνδετικό κρίκο με το παρελθόν. Μόνο η πολυδιάστατη παιδεία και οι άμεσες κυβερνητικές πολιτικές μπορούν να υπερυψώσουν τη γλώσσα και να αμβλύνουν την κατακρεούργησή της. «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…» (Στίχος από Ελύτη: «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

E-Books Cy